- ὑποσκάπτουσι
- ὑποσκάπτωdig underpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ὑποσκάπτωdig underpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκονίω — Α 1. (σχετικά με φυτό και, ιδίως, αμπέλι) καλύπτω με σκόνη ή με χώμα («τρέφειν δὲ δοκεῑ καὶ ὁ κονιορτὸς ἔνια, καὶ θαλλεῑν ποιεῑν οἷον τὸν βότρυν διὸ καὶ ὑποκονίουσι πολλάκις, οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾱς ὑποσκάπτουσι», Θεόφρ.) 2. μέσ. ὑποκονίομαι (για… … Dictionary of Greek